Monthly Archives: Μαρτίου 2013

Εποχές στην άβυσσο

Image

ΓΥΝΑΙΚΕΣ 20-50 χρόνων για ερωτικές ταινίες ασιατικής – αραβικής αγοράς, υψηλές αποδοχές με απόλυτη ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων, τιμή 5.000€, συζητήσιμη. Επισκέπτες αγγελίας μέχρι στιγμής : 150

 Έκλεισα τον υπολογιστή και τσαλάκωσα τα χαρτιά που είχα μπροστά μου γεμάτα σημειώσεις και τηλέφωνα. Δυο μέρες άλουστος και τα μαλλιά λαδωμένα, η μπλούζα να μυρίζει τσιγάρο και το παντελόνι της φόρμας  φαγωμένο στα γόνατα. Άνοιξα το ντουλάπι να βρω κάτι να μαγειρέψω. Για καλή μου τύχη υπήρχε ακόμα ένα πακέτο μακαρόνια. Η συσκευασία ήταν καλυμμένη από μια τεράστια μπλε σημαία με κίτρινα άστρα. «Βοήθεια Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απαγορεύεται η πώληση». Μουρμούρισα … «Καλή φάση … πενήντα χρόνια πίσω!». Άδειασα το πακέτο μέσα στο βραστό νερό, χάζεψα τις σταγόνες των υδρατμών στα πλακάκια κάτω από τον απορροφητήρα και άρχισα να τραγουδώ χτυπώντας ρυθμικά τα προστατευμένα από κάλτσες ποδάρια μου στο πάτωμα της κουζίνας …

«νανα νανα νανανανανα της πείνας σκλάβοι εμπρός εμπρός!».

Μάζεψα με τα δάχτυλά μου όσα τρίμματα καπνού μπόρεσα κι ετοίμασα ένα τσιγάρο. Κάπνισα κι άρχισα να αναπνέω βαριά. «Δεν πρέπει να είναι απ’ το φαγητό», σκέφτηκα πως ο αέρας εκεί μέσα είχε σαπίσει. «Αλήθεια γίνεται ποτέ να σαπίσει ο αέρας; Δεν είμαι χημικός, φυσικός και τα λοιπά αλλά κάτι δεν πάει καλά!».  Το σπίτι είχε να αεριστεί βδομάδες. Ισόγειο και δεν ήθελα να με κοιτά ο κόσμος από το παράθυρο που είναι στο δρόμο. Το καλό με το να πατάς στη γη είναι ότι πληρώνεις 50 ευρώ λιγότερο νοίκι. Βγήκα να περπατήσω.

Το είχα παρατηρήσει εδώ και καιρό, μετά τις 9 το βράδυ, η πόλη γίνεται φάντασμα. Σκοτάδι ξαπλώνει πάνω στην άσφαλτο και βουτά τις γειτονιές στην ερημιά. Δυο-τρία χιλιόμετρα μακριά, εκεί που η Σαλαμίνος γίνεται Πέτρου Ράλλη ακούγεται που και που κάποιο αυτοκίνητο. Απότομο φρενάρισμα, ξαφνική επιτάχυνση, νευρικά χειρόφρενα, τελευταία σουξεδάκια. Σπάνια περπατά άνθρωπος. Μόνο παρέες τριών-τεσσάρων νεαρών, με άσχημα κουρέματα, μαύρα ρούχα, ψεύτικο περπάτημα και μυρωδιά τσόγλανου. Περπάτησα χιλιόμετρα. Περπάτησα ώρες. Περπάτησα μέχρι το σπίτι της Έλσας.

«Είσαι αμόρφωτος, άφραγκος, άνεργος, είσαι ένα στερητικό άλφα με πόδια αλλά γαμάς σαν ζώο! Πέρνα μέσα!». Ήταν λίγο άσχημη κείνο το βράδυ, μέσα στο σπίτι της δεν βαφόταν ποτέ. Μπήκα και κατευθύνθηκα στο σαλόνι, έβγαλα τα παπούτσια κλωτσώντας τα στον αέρα, δίχως να σκύψω, τρίβοντας τις φτέρνες μου. Απλώθηκα στον καναπέ. Είχα μέρες να την επισκεφτώ αλλά η Έλσα ήξερε ότι κάποια στιγμή θα περάσω, έτσι λοιπόν είχε ψωνίσει μια ντουζίνα από τις αγαπημένες μου μπύρες.Της άρεσε να με φροντίζει. Φάγαμε κι αρχίσαμε να πίνουμε σιωπηλοί. Ως συνήθως μίλησε πρώτη.

-Τι έχεις σήμερα;

-Σκέφτομαι. Σκέφτομαι αν είναι αντιδημοκρατικό που δεν θέλω να ψηφίζουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κρυφακούω τα πρωινά στο λεωφορείο. Μια γυναίκα που παραπονιέται ότι ο γιος της δεν τρώει τα φασολάκια, ένας γέρος που φωνάζει «μπράβο» κάθε φορά που βλέπει μπάτσους πάνω σε ρόδες, δυο γκόμενες που μιλάνε σε όλη τη διαδρομή για τα νύχια τους. Κάθε τόσο το λεωφορείο περνά μπροστά από εκκλησίες κι όλοι μαζί σταυροκοπιούνται ταυτόχρονα σα να πρόκειται για κάποιο γαμημένο μυσταγωγικό συγχρονισμένο μπαλέτο… τι θλιβερές ζωές που ζουν; Επίσης σκέφτομαι να μείνω σπίτι σου το τριήμερο.

«Μείνε όσο θες, δεν έχω πρόβλημα. Να σε ρωτήσω … όταν μένεις εδώ πηγαίνεις τουαλέτα; Να πηγαίνεις, μην ντρέπεσαι, είμαι άνετη με αυτά». Σκέφτηκα πως ίσως είναι ακόμα μια χαζή ερώτηση, από αυτές που κάνουν οι γυναίκες για να τσεκάρουν αν η σχέση τους σοβαρεύει. Όπως όταν κοιτάνε στο μπάνιο για να δουν αν ο γκόμενος αφήνει σπίτι τους την οδοντόβουρτσά του ή όπως όταν χαίρονται αν τους δώσει τα δεύτερα κλειδιά για το σπίτι του. Σηκώθηκα κι άρχισα να παρατηρώ τους πίνακες, τα κάδρα και τις κορνίζες με τις φωτογραφίες, τις αφίσες, κάθε τι που ήταν κρεμασμένο στους τοίχους του σπιτιού της. Άρχισα να μιλώ χωρίς να την κοιτώ.

«Κάποτε στην Τουρκία γυρίζαμε από μπαρ σε μπαρ. Μπήκαμε τυχαία κι από λάθος μας σε ένα μπαρ γεμάτο άντρες που ήταν ντυμένοι γυναίκες … ξέρεις, τραβεστί. Ακόμα κι εκεί υπήρχε κρεμασμένο πάνω απ’ την κάβα ένα πορτρέτο του Κεμάλ.  Σε εμάς, εδώ, δύσκολα θα βρεις καφενείο χωρίς την φωτογραφία του Καζαντζίδη. Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας όλα τα φοιτητικά σπίτια που επισκεπτόμουν είχαν κολλημένη στον τοίχο την αφίσα μιας επιτυχημένης ταινίας. Η αφίσα έγραφε πως σου δίνεται η δυνατότητα ή μάλλον αναγκάζεσαι να επιλέξεις. Να επιλέξεις δουλειά, καριέρα, ιατρική περίθαλψη, αυτοκίνητο, οικογένεια, φίλους. Να επιλέξεις την ίδια τη ζωή. Καταλαβαίνεις βέβαια πως η αφίσα ασκούσε κριτική στον καταναλωτισμό ή μάλλον στην αναγκαστική και προδιαγεγραμμένη πορεία που κάθε νέος έπρεπε τότε να ακολουθήσει. Μια δεκαετία μετά δεν είμαι σίγουρος αν είναι καλό ή κακό που εκείνη η  αφίσα δεν υπάρχει πια πουθενά. Οι ίδιοι άνθρωποι που τότε με ορμή, χαρακτηριστικό της νιότης τους, διατράνωναν πως θα πετάξουν στα σκουπίδια την πληθώρα των επιλογών τους για ζωή σήμερα δεν έχουν καμία ελπίδα για επιβίωση. Είναι χαμένη. Χαμένη με ήτα. Είναι μια χαμένη γενιά που ζει στις τρώγλες του καιρού μας. Στις εποχές της αβύσσου!».

Η Έλσα με διέκοψε. Δεν καταλάβαινε τίποτα από τον αποδιοργανωμένο λόγο μου και ανησυχούσε μήπως και με είχαν πιάσει πάλι εκείνες οι γνωστές νυχτιάτικες παραληρηματικές ιδέες.

-Συγχώρα με Έλσα αλλά πάντα κοιτώ τι κρεμούν οι άνθρωποι στα σπίτια τους. Έτσι μαθαίνω τι αγαπούν. Αυτό που μας καθηλώνει δεν αποκαθηλώνεται ποτέ. Όχι από το καρφί στον τοίχο αλλά από τη μνήμη μας!

-Θες να πάμε μέσα να κάνουμε έρωτα;

-Μπα άστο, δεν έχω όρεξη. Δεν θα μείνω τελικά. Θα πάω σπίτι να ψάξω πάλι για δουλειά.

Γύρισα σπίτι και ήμουν πράος. Ο αέρας στο μικρό ισόγειο διαμέρισμά μου σα να ‘χε καθαρίσει. Άνοιξα τον υπολογιστή κι άρχισα να ψάχνω. Έπεσα πάλι τυχαία πάνω σε εκείνη την ελεεινή αγγελία. Όλα μέσα στο άρρωστο κεφάλι μου έδειχναν τώρα λογικά …

ΓΥΝΑΙΚΕΣ 20-50 χρόνων για ερωτικές ταινίες ασιατικής – αραβικής αγοράς, υψηλές αποδοχές με απόλυτη ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων, τιμή 5.000€, συζητήσιμη. Επισκέπτες αγγελίας μέχρι στιγμής : 500

 

2 Σχόλια

Filed under Uncategorized

Χέντριξ και Μαραντόνα

Image

Τις νύχτες ψωνίζω πατατάκια από εκείνα στην κόκκινη συσκευασία που ισχυρίζεται πως τα κρατά φρέσκα και τραγανά. Τούτο το 24ωρο περίπτερο κάτω απ’ το σπίτι με έχει σώσει. Παλιότερα αγόραζα μπύρες καπνό και ασπιρίνες. Τα ‘κοψα όλα. Κάθομαι το λοιπόν ξαπλωμένος και μασουλάω. Τα σεντόνια μου γεμίζουν ψίχουλα που με τσιμπάνε όμως δεν κάνω καμιά κίνηση να τα τινάξω. Δεν κάνω καμιά κίνηση γενικά. Περνάνε ώρες που σκέφτομαι πως πρέπει να σηκωθώ, να συρθώ ως το μπάνιο, να κατουρήσω ή να βουρτσίσω τα δόντια μου, μα εγώ δεν κάνω τίποτε. Μόνο μένω εκεί, ξαπλωμένος και με πιάνει κείνο το γνωστό τικ στην κοιλιά.

Τότε είναι που μπαίνει στο δωμάτιο ο Χέντριξ. Φέρνει μαζί του καινούριους δίσκους που ‘χει αγοράσει από τον «Ζαχαρία» στο Μοναστηράκι κι ένα κορίτσι. Το κορίτσι έχει μαύρα κατάμαυρα μαλλιά και βρώμικα νύχια. Αν δεν τον ήξερα θα ορκιζόμουν πως είναι κόρη του. Βάζουμε να ακούσουμε τους δίσκους και δίνουμε στο κορίτσι δυο πλαστικά ποτήρια και σπάγκο. Του δείχνουμε πώς να κατασκευάζει τηλέφωνο με αυτά. Το κορίτσι βαριέται, είναι που δεν έχει με ποιον να μιλήσει στο καινούριο του μαραφέτι. Του δίνουμε βαμβάκι, έναν άδειο κεσέ και φακές. Το κρατάμε απασχολημένο. Βαριέται ξανά. Βαριόμαστε κι εμείς.

Αφήνουμε το κορίτσι στη μάνα μου και πάμε κι οι δυο στου Μαραντόνα. Η μάνα του λείπει στη δουλειά, δουλεύει πολλές ώρες. Έχουμε όλο το σπίτι δικό μας. Καπνίζουμε πούρα. «Τα είχε φέρει ο πατέρας μου όταν ταξίδευε. Από την Κούβα!» μας λέει γεμάτος καμάρι και λίγο για φιγούρα. Του αρέσει η φιγούρα του Μαραντόνα. Του το συγχωρούσαμε, έτσι είναι ο φίλος μας. Ανοίγουμε τα ουίσκι της κάβας, είναι τα πρώτα μας μεθύσια. Ο Χέντριξ μας βάζει τη σπίθα. Προτείνει να αγοράσουμε βιντεοκασέτες με τσόντες από το περίπτερο της γειτονιάς, «Είμαστε ολόκληροι άντρες πια» λέει και τον κοιτάμε με δισταγμό. «Και ποιος θα τολμήσει να τις ζητήσει από τον κυρ-Γιάννη; Θα το μαρτυρήσει στις μανάδες μας!» του λέω εγώ, όπως πάντα δειλός. Ο Μαραντόνα βρίσκει τη λύση «Θα ρίξουμε κλήρο!».

Βάζουμε τη βιντεοκασέτα να παίξει και μαλακιζόμαστε όλοι μαζί στο σαλόνι πάνω στον τριθέσιο μπλε ραφ καναπέ. Είναι ο καναπές που η μάνα του Μαραντόνα βλέπει κάθε μέρα την αγαπημένη της σαπουνόπερα. Έπειτα τσακωνόμαστε για το αν πρέπει να φτιάξουμε συγκρότημα ή ποδοσφαιρική ομάδα. Ο Χέντριξ που ξέρει όλα τα σπουδαία ροκ συγκροτήματα από τον μεγαλύτερο αδερφό του υποστηρίζει την ιδέα για συγκρότημα. Ο Μαραντόνα θέλει να φτιάξουμε ομάδα. Είναι ο μοναδικός σε όλη τη γειτονιά που μπορεί να κάνει δέκα συνεχόμενα γκελ με μικρό πράσινο νεράντζι. Ανταγωνίζεται στην τέχνη του μπαλαδόρου με τον Ευγένιο, έναν νταή δυο τάξεις μεγαλύτερο και δυο κεφάλια ψηλότερο. Ο Ευγένιος δέρνει τον Μαραντόνα όπου τον βρει.

Κάνουμε και τα δύο. Γεννιούνται οι “Strangers”, με ένα αρμόνιο που δουλεύει με μπαταρίες, αγορασμένο από μαγαζί με παιχνίδια, ένα τύμπανο ταμπούρο από τους προσκόπους και μια κλασσική κιθάρα. Ιδρύουμε με άλλα παιδιά την «Αστραπή», την ομάδα  μας, για να παίζουμε κάθε καλοκαίρι στο πρωτάθλημα όλων των γειτονιών που λαμβάνει χώρα στο προαύλιο του Άη Γιώργη.

Ο πατέρας του Χέντριξ είναι ξυλουργός. Έχει μαγαζί στη γωνία του δρόμου. Μπαίνουμε μέσα και του ζητάμε ένα ξύλινο ταμπλό για να φτιάξουμε μπασκέτα. Τον φοβόμαστε όλοι. Φταίει που έχει ένα κομμένο δάχτυλο. Μα πιο πολύ από όλους τον τρέμει ο Χέντριξ. Για να μην ασχολούμαστε μαζί του μας πετά κάτι παλιόξυλα και μας φωνάζει «Δρόμο τώρα!». Είναι Μάης, ο Χέντριξ φορά κοντομάνικο. Έχει μελανιές στα χέρια και καμιά φορά στο πρόσωπο. Τα μεσημέρια όλη η γειτονιά τον ακούει να κλαίει.

Ο Μαραντόνα δεν έχει γνωρίσει τον δικό του πατέρα. Τα κουτσομπολιά λένε πως ξεμυαλίστηκε με μια πόρνη σε κάποιο λιμάνι της Αμερικής. Άλλοι πάλι λένε πως έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Ο Μαραντόνα πιστεύει πως ο πατέρας του ζει και θα γυρίσει. Μας λέει ότι σε κάποιο ταξίδι του, βγήκε στο Μπουένος Άιρες κι από τότε ψάχνει τον αληθινό Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα για να τον παρακαλέσει να υπογράψει μια φανέλα του, ώστε να την πάει δώρο στο γιο του στην Ελλάδα.

Ο δικός μου πατέρας είναι δάσκαλος. Είναι ξεκαθαρισμένο ότι πρέπει να σπουδάσω, να μπω σε μια σχολή. «Ό,τι να’ ναι, αρκεί να είναι Πανεπιστήμιο!». Τον Χέντριξ στην καλύτερη τον περιμένει μια θέση στο ξυλουργείο του πατέρα του κι ίσως ένα κομμένο δάχτυλο. Ο Μαραντόνα θα βαρεθεί να περιμένει τον πατέρα του και τη φανέλα του ινδάλματός  του και θα πάει να τους βρει. «Θα μπαρκάρω μια μέρα!».

Τα ψίχουλα από τα πατατάκια μου τσιμπάνε την πλάτη, με ενοχλούν. Ξυπνάω και είμαι τριάντα. Η ανάσα μου βρωμάει απ’ τον ύπνο.

Ο πατέρας του Χέντριξ έχει πάρει δάνειο να επεκτείνει το ξυλουργείο. Έχει ανοίξει βιοτεχνία επίπλων, τον έχουν πνίξουν τα χρέη. Θα βρεθεί κρεμασμένος μέσα στο μαγαζί του. Ο Χέντριξ σνιφάρει θάνατο στις τουαλέτες κάποιου μπαρ των Γρεβενών κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας με τη μπάντα του στη Βόρειο Ελλάδα. Ύστερα  βγαίνει, περπατάει ανάμεσα στον κόσμο κι ανεβαίνει στη σκηνή για να βασανίσει την ταστιέρα του. Μια κοπέλα στο κοινό τον αγαπάει, τον κοιτάζει πάνω στη σκηνή μαγεμένη. Εκείνος μια μέρα θα τη μισήσει, θα της ρίξει έναν πούτσο και δυο χαστούκια. Έπειτα θα φύγει τρέχοντας απ’ το σπίτι της, στο ασανσέρ θα κοιταχτεί στον καθρέφτη … θα μοιάζει στον πατέρα του.

Ο πατέρας του Μαραντόνα παραμένει αγνοούμενος. Ο Μαραντόνα παίζει στο πρωτάθλημα της Γ’ Εθνικής. Παίζει … τρόπος του λέγειν. Είναι ένας χοντρός με καράφλα, εθισμένος στο αλκοόλ. Τουλάχιστον μεγαλώνοντας γλίτωσε απ’ τον Ευγένιο. Φήμες λένε πως ο Ευγένιος έχει γίνει φασίστας.

Κι εκείνο το κορίτσι; Τι να απέγινε κείνο το κορίτσι που έσερνε μαζί του ο Χέντριξ; Δεν έμαθα τίποτα για αυτήν. Σκέφτομαι πως είχε μαύρα κατάμαυρα μαλλιά γιατί ήταν το μέλλον και βρώμικα νύχια γιατί έσκαβε βαθιά στο χώμα να ξελασπώσει τις τύχες μας. Δεν με νοιάζουν τα χρόνια που πέρασαν ως εδώ. Μόνο τα χρόνια που εξακολουθούμε κι αφήνουμε να περνάνε. Θα μας θυμάται κανείς;

3 Σχόλια

Filed under Uncategorized

Οι κίτρινες πλάκες

Image

 

Λοιπόν το πρόβλημα με τη ζωή είναι ότι κανείς δεν παίρνει την άδειά μάς για να μας φέρει σε αυτήν. Και πως θα μπορούσε άλλωστε, αφού για να το επιτύχει θα πρέπει να διατελέσει μια πράξη κατά την οποία δεν είμαστε παρόντες αλλά ούτε κι απόντες.

 Έτσι σήμερα δήλωσε την παρουσία του στη ζωή από νωρίς. Εδώ πάνω πρέπει να τα ξεκινά όλα νωρίς. Μια απλή βόλτα θέλει σχεδιασμό. Δεν έχουνε μετρό και τέτοια. Τίποτα που να θυμίζει μητροπόλεις, στριμωγμένους γιάπηδες να τρίβονται σε φοιτήτριες φρικιά, κλασσική μουσική στα ηχεία των σταθμών, χαλάρωση, διαλογισμό, φωτεινό πίνακα με χρόνο αναμονής, μοντέρνα τέχνη. Όχι Νέα Υόρκη αλλά ούτε καν Σταθμός Νομισματοκοπείο. 

Τον ξύπνησε η μάνα του με κίνηση της που βούλιαξε τον καναπέ. Κάθισε να πιει το άσπρο γάλα της, ζέστανε τις άσπρες γάμπες της στο σομπάκι. Όλα άσπρα τα ’χει αυτή η γυναίκα. Να μόνο το μαλλί βάφει λίγο κάθε τόσο που βγαίνει ρίζα. Γιατί κοιμάται στον καναπέ; Μα για να βλέπει τηλεόραση. Ρηχός είναι μέσα του σαν ασήμαντος ξερός χείμαρρος καλοκαιριάτικα στην Αττική. Μην κοιτάς που πετάει δέκα λέξεις στη σειρά. Σιγά! Είναι που ‘μαθε τούτη τη δουλειά στην μικρή τοπική εφημερίδα. Ποτέ του δεν πήρε στα σοβαρά ανθρώπους που λένε πως δεν βλέπουν τηλεόραση. Όσοι το κάνουν δεν το λένε. Να θυμηθεί να γράψει ένα γνωμικό με τηλεοράσεις, μετριοφροσύνη και τα λοιπά. Ναι βλέπει τηλεόραση. Ναι μένει με τη μάνα του.

Κάτω στο δρόμο έπεσε πάνω στο Βασίλη, γείτονα και ταξιτζή. Έχει το κακό συνήθειο να του πιάνει την κουβέντα πάνω που βιάζεται. «Πως σου φαίνεται; Σκέφτομαι να το βγάλω». Του ‘δειχνε με το δάχτυλο ένα ελληνικό σημαιάκι στην κεραία του ταξί. «Θα πάρω καμιά κούρσα για πουθενά και θα μου σπάσουν το αμάξι!».Έκανε να τον προσπεράσει, το ξανασκέφτηκε, κοντοστάθηκε και του ‘πε « Αν στο σπάσουν είναι μεγάλοι μαλάκες. Δεν νομίζω πάντως να γίνει τίποτα … αλλά στην κεραία; Είναι σοβαρά πράματα αυτά; Βιάζομαι τώρα, καλημέρα!».

Στην εφημερίδα όλα κυλούσαν αργά. Τα ίδια βαρετά θέματα, η ύλη που πρέπει να βγει. Στην επαρχία δεν συμβαίνει ποτέ τίποτε το συνταρακτικό. «Συνελήφθησαν δύο ημεδαποί με μικροποσότητα κατεργασμένης κάνναβης» και «Σε εκδήλωση του Πανεπιστημίου με θέμα την προσέλκυση Ρώσων τουριστών στην πόλη μας μίλησε ο κύριος δήμαρχος». Η Σύλβια είναι η αρχισυντάκτρια. Μια καυτή 35άρα με σαρκώδη χείλη, λαχταριστά σαν κόκκινο κρέας να τρέχουν τα σάλια κάθε σαρκοφάγου, μικρά στήθη αγάλματος και σφιχτά μπούτια ποδηλάτισσας. Του πρότεινε να αναλάβει μια νέα στήλη για τη σεξουαλική υγεία. Στάθηκε πάνω από το γραφείο του βάζοντας το λεπτό χέρι της στον ώμο του και είπε «να μια καλή ιδέα είναι να ξεκινήσεις με τη στυτική δυσλειτουργία. Θα βρεις πολλά στο ίντερνετ και έρευνες από ξένα Πανεπιστήμια». Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και αμίλητος όπως ήταν σκέφτηκε να γράψει κάποια στιγμή ένα ποίημα για όλα τα αγόρια που δεν τους σηκώνεται.

Το βράδυ γύρισε σπίτι. Η μάνα του έλειπε. «Για καφέ με την κυρία Τασία» ή κάτι τέτοιο, του το ‘πε το πρωί αλλά δεν της έδωσε σημασία. Τον έπιασε πονοκέφαλος και μοναξιά. Κούμπωσε δυο παυσίπονα, άναψε το θερμοσίφωνα να πλυθεί, γδύθηκε και περίμενε να ζεσταθεί το νερό. Τον πιάσανε καύλες. Τον πιάσανε φόβοι. Εδώ και καιρό σκεφτόταν τα μπούτια της Σύλβιας. Εδώ και καιρό περίμενε τα αποτελέσματα κάποιων εξετάσεων. Πίστεψε πως οι καύλες του οφείλονταν στον φόβο που ένιωθε για την υγεία του κάτι που τον ερέθισε περισσότερο. Ένας αγώνας ταχύτητας με δρομείς την καύλα, τον φόβο και την αηδία τέλειωσε χωρίς νικητή. Μόνο ουρλιαχτά ευχαρίστησης, εκτοξευμένο σπέρμα, λεκέδες παντού! Χτύπησε το κουδούνι κι έκανε γρήγορα να ντυθεί. Μπορεί να είναι η μάνα του. «Βλακείες, η μάνα μου έχει κλειδιά!» είπε. Σπασμωδικές κινήσεις, ταραχή κι εφηβική ντροπή τον δυσκόλεψαν να βρει το βρακί του. Μίλησε στο θυροτηλέφωνο. Ένας ντελιβεράς είχε κάνει λάθος το όνομα της παραγγελίας. Ηρέμησε κι άναψε τσιγάρο. Κάπνισε. Έπειτα μπήκε στο μπάνιο. Πλύθηκε.

Την επομένη ζήτησε από τη Σύλβια άδεια. Το είχε ανάγκη. Βγήκε να περπατήσει. Ήταν Μάρτης και οι μέρες είχαν ζεστάνει, ο κόσμος γυρόφερνε στις πλατείες, οι καφέδες ήταν η μόνη διασκέδαση που ‘χε απομείνει. Στις 15 του μήνα θα έβγαιναν τα αποτελέσματα των εξετάσεων όπως τον είχε ενημερώσει ο γιατρός του. «Φοβού τις ειδούς του Μαρτίου» ψέλλισε μέσα απ ’τα δόντια του, που είχαν γεύση ξινή από τη νικοτίνη και την απλυσιά, καθώς έσερνε τη γλώσσα του πάνω τους. Τρομοκρατήθηκε. Οι πονοκέφαλοι επέστρεψαν. Το κεφάλι του έτριζε σαν πάλλευκο ψυγείο, από κείνα τα παλιά, που βουίζουν τις ζεστές ανοιξιάτικες νύχτες μέσα σε έρημα σπίτια. Κινδύνευε.

Όποιος ήταν τυχερός σε τούτη την ερημιά κατέφευγε για θέματα υγείας στην πρωτεύουσα. Κανείς δεν εμπιστευόταν το μικρό επαρχιακό νοσοκομείο και διάφορες ιστορίες είχαν ακουστεί για ιατρικά λάθη, παράλογες γνωματεύσεις, ελλείψεις σε προσωπικό και υλικό. Σκέφτηκε πως αν ήταν στην Αθήνα θα έμπαινε στο τραμ για μια βόλτα. Αν ένιωθε τον ίδιο κίνδυνο όπως τώρα θα σήκωνε τα μάτια και θα διάβαζε την επιγραφή : 

Σε περίπτωση κινδύνου σύρετε το μοχλό κατά τη φορά του βέλους.

Άσκοπη χρήση διώκεται από το νόμο.

Θα σταματούσε το τραμ και θα πηδούσε έξω αδιαφορώντας για το νόμο. Θα περπατούσε πάνω στην αποβάθρα. Πάνω στη λωρίδα από κίτρινες πλάκες για τους τυφλούς. Θα περπατούσε σαν τους τυφλούς συνεχίζοντας σε όλα τα πεζοδρόμια της πόλης περιμένοντας κάτι να τον φωτίσει όπως περιμένουν οι χριστιανοί το Πάσχα. Το βράδυ θα έμπαινε σε κάποιο από τα εναλλακτικά μπαρ του Κέντρου να πιει. Κάποια στιγμή τα παιδιά που δουλεύουν στην ασφάλεια του μαγαζιού θα πετούσαν έξω, δήθεν ευγενικά, έναν Πακιστανό ανθοπώλη. Οι πελάτες θα συνέχιζαν πίνοντας, μασουλώντας, χαμογελώντας, κοιτώντας κώλους και βυζιά, μέσα στα μοντέρνα ρούχα τους, βουτηγμένοι μέχρι το μεδούλι στην ψευδαίσθησή τους, πως είναι τάχα διαφορετικοί από την πλέμπα και το σωρό. 

Στις 15 του μήνα πήρε στα χέρια του το φάκελο με τις εξετάσεις. Πήρε ένα ταξί που τον άφησε σε ένα δάσος στα όρια της μικρής πόλης, πλάι σε έναν έρημο αρχαιολογικό χώρο. Σκέφτηκε να διαβάσει τα αποτελέσματα, όποια κι αν ήταν αυτά, μέσα στην ομορφιά. Οι ανασκαφές στο αρχαίο θέατρο είχαν μείνει στη μέση εξαιτίας της έλλειψης χρηματοδότησης. Η κρίση χτύπησε τους αρχαιολόγος χειρότερα κι απ’ την ηλίαση. Ωστόσο ένα προκάτ περίπτερο λειτουργούσε ακόμα για τους λιγοστούς επισκέπτες. Ένας ανθρωπάκος κρυβόταν μέσα του, προσφέροντας καφέ, τοστ, νερά και ενημερωτικά φυλλάδια για τα αρχαιολογικά ευρήματα. Προμηθεύτηκε καφέ κι άρπαξε ένα από τα φυλλάδια. Κάθισε σε μια πέτρα κι έσκισε το φάκελο με τα αποτελέσματα των εξετάσεων, διάβασε προσεκτικά από μέσα του. « Όλα καλά!» φώναξε ανακουφισμένος. Ρούφηξε δυο γουλιές καφέ κι άνοιξε το φυλλάδιο τυχαία στην τρίτη σελίδα. Διάβασε ξανά :

«Ίσμαρος. Όνομα ενός νέου πρίγκιπα της Θράκης. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Ίσμαρος πέθανε πολύ νέος έπειτα από τον γάμο του με την κόρη του βασιλιά Τεγύριου.»

«Κάποιος δεν είχε τη δική μου τύχη» σκέφτηκε χαμογελώντας. Ύστερα χτύπησε το τηλέφωνο. Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής μίλησε. «Να ‘ρθεις ρε τώρα που ‘ναι Μάρτης, να κάτσουμε σε έναν καφενέ να ακούσουμε το Σου μι τζου, να σου μιλώ για φίλους και για γλάρους και για κείνη την κοπέλα που ερωτεύτηκα κι είναι στα ξένα. Να βάζω εγώ τα ούζα. Να κάνω το σερβιτόρο, να κάνεις τον ακροατή!». ‘Ηταν ο Μίμης, ο μοναδικός του φίλος. 

2 Σχόλια

Filed under Uncategorized