“There is nothing to fear but fear itself.
I know less and less about who I am, or who anybody else is.”
Dennis Hopper as Tom Ripley, The American Friend
Λέω να γράψω ένα βιβλίο για κάποιον που δεν είχε τίποτε να κάνει κι έτσι πήγαινε κάθε μέρα της υπόλοιπης ζωής του στον Σκλαβενίτη στο Ικόνιο. Ο Χέοπας κι ο Σολομών θα ήταν περήφανοι για αυτό το κτίσμα. Δεν ήθελε τίποτα να ψωνίσει. Δεν είχε λεφτά ή σάμπως δεν του χρειαζόταν τίποτα; Θα δω, θα δείξει η πορεία της γραφής, κάπου στα αρχικά κεφάλαια θα το ‘χω βρει, θα ‘χω καταλήξει … Υπομονή! Μόνο να, ήδη τον σκέφτομαι με έναν καφέ να κάθεται στον εξώστη της καφετέριας του τελευταίου ορόφου, κρυφακούγοντας με ενδιαφέρον τις αδιάφορες συζητήσεις των καταναλωτών, ποτισμένος στο αποπνικτικό άρωμα της τσιγαρίλας και στη – φονικότερη όλων για κείνον που λιμοκτονεί – μυρωδιά μιας φρέσκιας φουρνιστής τυρόπιτας. Στα πόδια του σακούλες πλαστικές με την επωνυμία, φορεμένες με επιμέλεια και φροντίδα γύρω απ’ το παπούτσι, έτσι καθώς συνηθίζουν και φορούν οι οδηγοί δικύκλων κι όλοι όσοι τσαλαβουτάνε σε αχαρτογράφητα νερά.
Αυτός ο κάποιος, δεν σου κρύβω, είμαι εγώ.
Έξω από δω καφέδες υποχρεωτικοί και συναντήσεις, λόγια που πρέπει να ειπωθούν, προσποιήσεις, καθηλώσεις. Άνθρωποι κάθονται σε τραπέζια, άνθρωποι που μιλούν χωρίς να αγγίζονται, δίχως να κουνούν τα χέρια να εκφραστούν. Θαρρείς πως κάποιο τζάμι αόρατο χωρίζει τα πρόσωπά τους, σαν το επισκεπτήριο στις φυλακές. Η βόλτα μέχρι το σούπερ μάρκετ είναι ο προαυλισμός μου. Βαδίζω μαζί με άλλους σε κύκλο τέλειο, ο ένας πίσω από την πλάτη του αλλουνού, πένητες κι οκνηροί όλοι μαζί, με βήμα βραδύ, γύρω από μια πολύχρωμη κι αλήθεια αχρείαστη, συσκευασία.
Τις υπόλοιπες ώρες παλεύω με τη διορία. Έχω στη διάθεσή μου 45 μέρες για να βρω δουλειά. Αχάραγα, με βγάζουν στο περιαστικό δάσος να κυνηγιέμαι μ’ άλλους. Άνεργοι τυφεκιοφόροι, φοράμε φούμο, κραδαίνουμε βιογραφικά. Πολεμικές ιαχές γλυκαίνουν την πρωινή παγωνιά, το πρόσωπό μου τώρα ζωντανεύει. Ο καθελκτήρας μυς του κάτω χείλους μου σχηματίζει το φρικαλέο emoticon ενός αλλόκοτου τρόμου. Από μακριά ακούγεται να παιανίζει ο «Επί πτωμάτων» ύμνος.
Το σκάω και γίνομαι φυγάς. Ευθύμη Φιλίππου γίνε συνεργός μου! Όλη η χώρα με αναζητά, δείχνουν τη μούρη μου στις τηλεοράσεις. Τους ξεγελώ, γλιστράω στα μπλόκα, στους ελέγχους. Κοιμάμαι σε στάνες και μαντριά. Δώσε μου σήμερον καταφύγιο και άσυλο ιερό. Ευθύμη Φιλίππου γράψε κάτι και για εμάς που δεν αναζητούμε ταίρι, μονάχα κάποιον τρόπο ταπεινό να ζούμε σαν τους άλλους.