Monthly Archives: Ιανουαρίου 2016

Επιστολή στον κύριο Ευθύμη Φιλίππου

11030541_10207722527243175_3049930747432843599_n

“There is nothing to fear but fear itself.
I know less and less about who I am, or who anybody else is.”
Dennis Hopper as Tom Ripley, The American Friend

 

Λέω να γράψω ένα βιβλίο για κάποιον που δεν είχε τίποτε να κάνει κι έτσι πήγαινε κάθε μέρα της υπόλοιπης ζωής του στον Σκλαβενίτη στο Ικόνιο. Ο Χέοπας κι ο Σολομών θα ήταν περήφανοι για αυτό το κτίσμα. Δεν ήθελε τίποτα να ψωνίσει. Δεν είχε λεφτά ή σάμπως δεν του χρειαζόταν τίποτα; Θα δω, θα δείξει η πορεία της γραφής, κάπου στα αρχικά κεφάλαια θα το ‘χω βρει, θα ‘χω καταλήξει … Υπομονή! Μόνο να, ήδη τον σκέφτομαι με έναν καφέ να κάθεται στον εξώστη της καφετέριας του τελευταίου ορόφου, κρυφακούγοντας με ενδιαφέρον τις αδιάφορες συζητήσεις των καταναλωτών, ποτισμένος στο αποπνικτικό άρωμα της τσιγαρίλας και στη – φονικότερη όλων για κείνον που λιμοκτονεί – μυρωδιά μιας φρέσκιας φουρνιστής τυρόπιτας. Στα πόδια του σακούλες πλαστικές με την επωνυμία, φορεμένες με επιμέλεια και φροντίδα γύρω απ’ το παπούτσι, έτσι καθώς συνηθίζουν και φορούν οι οδηγοί δικύκλων κι όλοι όσοι τσαλαβουτάνε σε αχαρτογράφητα νερά.

Αυτός ο κάποιος, δεν σου κρύβω, είμαι εγώ.

Έξω από δω καφέδες υποχρεωτικοί και συναντήσεις, λόγια που πρέπει να ειπωθούν, προσποιήσεις, καθηλώσεις. Άνθρωποι κάθονται σε τραπέζια, άνθρωποι που μιλούν χωρίς να αγγίζονται, δίχως να κουνούν τα χέρια να εκφραστούν. Θαρρείς πως κάποιο τζάμι αόρατο χωρίζει τα πρόσωπά τους, σαν το επισκεπτήριο στις φυλακές. Η βόλτα μέχρι το σούπερ μάρκετ είναι ο προαυλισμός μου. Βαδίζω μαζί με άλλους σε κύκλο τέλειο, ο ένας πίσω από την πλάτη του αλλουνού, πένητες κι οκνηροί όλοι μαζί, με βήμα βραδύ, γύρω από μια πολύχρωμη κι αλήθεια αχρείαστη, συσκευασία.

Τις υπόλοιπες ώρες παλεύω με τη διορία. Έχω στη διάθεσή μου 45 μέρες για να βρω δουλειά. Αχάραγα, με βγάζουν στο περιαστικό δάσος να κυνηγιέμαι μ’ άλλους. Άνεργοι τυφεκιοφόροι, φοράμε φούμο, κραδαίνουμε βιογραφικά. Πολεμικές ιαχές γλυκαίνουν την πρωινή παγωνιά, το πρόσωπό μου τώρα ζωντανεύει. Ο καθελκτήρας μυς του κάτω χείλους μου σχηματίζει το φρικαλέο emoticon ενός αλλόκοτου τρόμου. Από μακριά ακούγεται να παιανίζει ο «Επί πτωμάτων» ύμνος.

Το σκάω και γίνομαι φυγάς. Ευθύμη Φιλίππου γίνε συνεργός μου! Όλη η χώρα με αναζητά, δείχνουν τη μούρη μου στις τηλεοράσεις. Τους ξεγελώ, γλιστράω στα μπλόκα, στους ελέγχους. Κοιμάμαι σε στάνες και μαντριά. Δώσε μου σήμερον καταφύγιο και άσυλο ιερό. Ευθύμη Φιλίππου γράψε κάτι και για εμάς που δεν αναζητούμε ταίρι, μονάχα κάποιον τρόπο ταπεινό να ζούμε σαν τους άλλους.

1 σχόλιο

Filed under Uncategorized

Φράνκι και Τζόνι εκ Πειραιώς

12032155_895055867249889_3691024034926837316_n

Τις ώρες και τις μέρες που δεν κάνω απολύτως τίποτα κι είναι γεγονός για μένα θλιβερό πως αυτές οι ώρες και οι μέρες είναι ανυπόφορα πολλές,  κάθομαι και υπολογίζω με απαράμιλλη υπομονή κι απόλυτη ακρίβεια την ποσότητα του αλκοόλ που χάνω ετησίως, καθώς αυτό μπλέκεται και κρέμεται για λίγο με τη μορφή μικρών σταγόνων πάνω στα παχιά μουστάκια μου, πριν κάνει την απονενοημένη, ελεύθερη πτώση του πάνω σε πουκάμισα και πάγκους μαγαζιών. Θα ‘πρεπε ίσως να ξουριστώ για να γλιτώσω μαρτύριο σαν κι αυτό, μα τότε θα έχασκε το άδειο μου στόμα, το μέσα μου κενό, φόρα παρτίδα στον κάθε συνομιλητή. Δίχως δόντια και γλώσσα, φωνήεντα και σύμφωνα, λέξεις βαριές με νόημα απ’ αυτές που ξεστομίζουν οι γνωρίζοντες. Πάει καιρός που δεν έχω τίποτε να πω.

Φορώ κατάσαρκα, ξανά και ξανά το ίδιο φτηνό και ξεσκισμένο παντελόνι. Σωστό ρετάλι, θαρρείς και ράψανε απάνω στο δέρμα των μηρών μου ό,τι περίσσεψε απούλητο στις βιτρίνες των ακριβών πεζοδρόμων, στα καταναλωτήρια της μόδας. Το παντελόνι τούτο μου προσφέρει τη χαρά της ελευθερίας. Έχω απολέσει τον φόβο της απώλειας. Με τρύπιες τσέπες και δίχως τιμαλφή, κρατώ πάντα στη χούφτα μου μονάχα τα αναγκαία. Λίγα ψηλά κουδουνίζουν στην παλάμη μου καθώς διασχίζω την ίδια μονότονη διαδρομή. Σπίτι, περίπτερο. Περίπτερο, σπίτι. Τσιγάρα! Κι ίσως και κάτι παραπάνω στις γιορτές και στις σχόλες.

Πίσω στο σπίτι μετρώ τις εξελίξεις. Ανοιχτές συσκευές, καλώδια ομφάλιοι λώροι, με συνδέουν, με φέρνουν σε επαφή με τους ανθρώπους, όπως τα ιατρικά μηχανήματα κρατούν στη ζωή τον ετοιμοθάνατο.  Οι παραλίες του Ομήρου αδειάζουν. Φορτηγά γεμίζουν άμμο θαλάσσης οικοδομική και ξεκινούν τα δρομολόγια. Κάτω από τα rooms to let υπάρχουν σωσίβια πλαστικά. Σφαγμένοι κόκορες και πνιγμένα παιδιά στα θεμέλια των νεοανεγειρόμενων all inclusive. Μια μοντέρνα Μανταλένα με μπραζίλιαν μπικίνι βγάζει τη γλώσσα της στους δεσπότες, πέφτει και βουτά για το σταυρό. Στην προσπάθειά της για να αναδυθεί, τα χρυσά μαλλιά της μπλέκονται σε μια προπέλα ναυαγίου. Η τύχη δεν γουστάρει τους αιρετικούς.

Απόψε παρατάω το γράψιμο. Πορνογράφος του αίσχιστου είδους, βεβηλώνω το σκήνωμα της λόγιας λογοτεχνίας. Σκύβω πλάι στο άχρηστο αφτί της και της ψιθυρίζω βρομόλογα. Απόψε παρατάω το γράψιμο. Η Ευρώπη καυλώνει για ιστορίες με αίμα. Χώνει στο βρακάκι της τρία δάχτυλα μεμιάς. Βαλκανική χερσόνησος. Ιταλική χερσόνησος. Ιβηρική χερσόνησος. Κάθε δάχτυλο κοσμεί ένας φράχτης με μπριγιάν από συρματόπλεγμα.

Θανατικό/αλκυονίδες μέρες

Αλκυονίδες μέρες/θανατικό

Τέτοιο πράμα, τέτοια εποχή δεν το ξανάδα. Γι’ αυτό το βράδυ στη δουλειά θα ‘ρθω και θα στο πω. Εμείς οι δυο, Φράνκι και Τζόνι εκ Πειραιώς, δουλεύουμε οχτάωρο στα σουβλατζίδικα που ξεφυτρώνουν. Εσύ έχεις τα νύχια σου κόκκινο σελάκ και μασάς τσίχλα. Σηκώνεις τα τηλέφωνα για τις παραγγελίες. Εμένα ο ιδρώτας μου στάζει πάνω στη λαδόκολλα, το αφεντικό φωνάζει. Βιάσου! Έλα να κάνουμε αθάνατα παιδιά, τώρα που τα πάντα γύρω μας πεθαίνουν.

 

1 σχόλιο

Filed under Uncategorized